Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

ΟΙ ΦΟΥΚΑΡΑΔΕΣ.Του Γεωργίου Χατζηκωνσταντίνου

 

Το κείμενο αυτό, απευθύνεται στους φουκαράδες αυτής της χώρας. Απευθύνεται στους μικρούς και αδύναμους ανθρώπους της καθημερινότητας αυτού του τόπου. Σ’ αυτούς που αδυνατούν ή δυσκολεύονται να καταλάβουν τα παιχνίδια των ισχυρών ηγετικών «ελίτ» που παίζονται γύρω τους κι εκ των πραγμάτων, αδυνατούν να συλλάβουν το ατέλειωτο μέγεθος της δικής τους δύναμης, το οποίο έγκειται στη συνειδητοποίηση της κοινής τους μοίρας.

Αιώνες ατέλειωτους και έως σήμερα, η ιστορία των φουκαράδων επαναλαμβάνεται, κάτω από διαφορετικό σκηνικό. Τόσο στις νίκες, όσο και στις ήττες τους, στις περιόδους της ηρεμίας ή της εξέγερσής τους, ο παρονομαστής είναι πάντοτε κοινός για όλους. Είναι ο κοινός παρονομαστής της υπακοής, της υποταγής και της υποτέλειας, της χειραγώγησης και της συστηματικής ποδηγέτησης. Κυρίαρχοι είναι πάντοτε και υπό οποιοδήποτε καθεστώς, οι ηγετικές «ελίτ» και οι νομενκλατούρες των παντός είδους συμφερόντων, είναι οι θεωρούμενοι ως «πεφωτισμένοι», αυτοί που πιστεύουν ότι εξουσιάζουν τα πάντα, αδυνατώντας να καταλάβουν, μέσα στην υπερφίαλη πρόσληψη της πραγματικότητας που διατηρούν, ότι είναι φουκαράδες κι αυτοί, άθλια θύματα μιας εκπληκτικής ματαιότητας που σφραγίζεται από το εφήμερο της ζωής και τον αξεπέραστο φόβο του θανάτου.

Αυτό που ενδιαφέρει, είναι οι φουκαράδες αυτής της χώρας που συνειδητά ή ασυνείδητα, αυτόβουλα ή με καταναγκασμό, υπομένουν δεινά και βάσανα, κακουχίες και θάνατο, υποταγή και υποτέλεια, αιώνες τώρα, θεωρώντας πάντοτε τα συμβαίνοντα ως φυσιολογικά ή μοιραία και αναπόφευκτα, υποτασσόμενοι συνήθως σιωπηλά στην κοινή τους μοίρα, τη σκληρή, την αναντίστρεπτη.

Είναι οι φτωχοί, μικροί άνθρωποι της καθημερινότητας, τα αιώνια θύματα του πανούργου λόγου των ηγεμόνων, οι σκληρά εργαζόμενοι για την επιβίωση, οι μικροί και μεσαίοι βιοπαλαιστές του αγρού, του εργοστασίου, της αγοράς, της θάλασσας και του πνεύματος.

Είναι οι άνθρωποι των λαϊκών προσδοκιών, της αγάπης για την πατρίδα και για το μεγαλείο της.

Είναι τα αιώνια θύματα της ζωής, οι προς αλλοτρίωση ευχερώς προσφερόμενες υπάρξεις που πάντοτε πληρώνουν τα σπασμένα, τάχα για το καλό τους, όπως περί αυτού τους πείθουν, συνήθως, οι ισχυροί.

Είναι τα σημερινά θύματα της κατανάλωσης, της στέρησης των εργασιακών τους δικαιωμάτων, της αβάσταχτης ανεργίας, των χρηματοοικονομικών παιχνιδιών, της τραπεζικής κυριαρχίας και της πτώχευσης που ευφυώς βαφτίζεται κρίση.

Είναι, τέλος, όλοι αυτοί που είναι θύματα της ίδιας τους της σιωπής, της αναποφασιστικότητας και της παράδοξης ανεκτικότητας τους, απέναντι στις συνθήκες της υποτέλειας, που περίτεχνα δημιουργούν κι ακόμη και πειραματικά δοκιμάζουν οι εκάστοτε κυρίαρχες ηγετικές «ελίτ».

Όπως γίνεται, νομίζω, αντιληπτό, ο όρος «φουκαράδες» κυριαρχεί σε όλες τις παραγράγους που ακολουθούν εκφράζοντας όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά τα οποία και προσδιορίζουν την εικόνα του απλού ανθρώπου της καθημερινότητας. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι ο όρος συγκεντρώνοντας στο νόημά του την έννοια της φτώχειας, της ταλαιπώριας, της ανεκτικότητας και συχνά της εξαθλίωσης, προέρχεται από την τουρκική γλώσσα και παραμένει ως κατάλοιπο της πολυετούς κατάκτησης όλης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς, μετά την Άλωση της Βασιλεύουσας.

Τους φουκαράδες αυτούς, άλλοι, τους αποκαλούν συχνά διαφορετικά, όπως για παράδειγμα «ο λαουτζίκος», «ο κοσμάκης», «οι μικροαστοί», «οι μεροκαματιάρηδες» κλπ. Άλλοι πάλι τους λούζουν με άλλους όρους, περισσότερο απαξιωτικούς, καθώς κατά τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον και κάτω από την έντονη επιρροή του πελατειακού κράτους και της επίδραση του προωθούμενου ατομικισμού της νεοταξικής πολιτικής και του βασιλεύοντος «κινηματικού συντηρητισμού», έχασαν δυστυχώς και τις τελευταίες ευαισθησίες τους γύρω από τις αξίες της κοινωνικής συλλογικότητας, μεταβλήθηκαν σε μικροεγωιστές συμφεροντολόγους και δέχθηκαν, δίχως αντιστάσεις, την διολίσθησή τους σε καταστάσεις που απαξίωσαν την ουσία της ανθρώπινης ιδιότητας και της αξιοπρέπειας.

Οικονομικές, πολιτικές και πνευματικές εξουσιαστικές «ελίτ», τους γαλούχησαν, τους αλλοτρίωσαν και τους χειραγώγησαν επιτηδείως. Τούτο μάλιστα, διαχρονικά και σε βάθος χρόνου.

Τους είπαν, ότι, ως λαός, φέρνουν το βάρος μιας ένδοξης και πανάρχαιας ιστορίας, της οποίας όταν αποκτήσουν συνείδηση, θα μεγαλουργήσουν, γιατί έτσι το προστάζει η μοίρα τους. Τους παραμύθιασαν μ’ ένα σωρό υποσχέσεις και ψέματα, ενώ με μεγαλοϊδεατισμούς και αρχαιολατρία φούσκωσαν τα μυαλά τους με παχιά λόγια και αυταπάτες.

Ντόπιοι και ξένοι άρχοντες τους είπαν ότι τους θαυμάζουν γιατί ξέρουν να πολεμούν σαν ήρωες και γιατί ξέρουν να κάνουν μεγάλες θυσίες για το καλό και για τη σωτηρία της μητέρας πατρίδας, που κάποτε γέμισε τον κόσμο ολόκληρο με αρχές και αξίες πανανθρώπινης σημασίας. Τους βομβάρδισαν με την εξιστόρηση κατορθωμάτων απίστευτων, μυθικού και ιστορικού περιεχομένου. Λίγο πολύ τους έπεισαν, ότι είναι απόγονοι μεγάλων θεών, ηρώων και ημιθέων που στο μεγάλο βουνό κατοικούσαν μοιράζοντας κεραυνούς και εξουσίες.

Τους απέκρυψαν όμως τις ποικίλες και μακράς διάρκειας καρπαζιές που επί αιώνες ατέλειωτους μάζεψαν από Ρωμαίους, Φράγκους, Τούρκους, Σλάβους, Εγγλέζους και βέβαια Αμερικάνους και Γερμανούς. Το σύννεφο της καρπαζιάς, της κακομοιριάς και της υποτέλειας το εξωράισαν καταλλήλως, έτσι ώστε να διατηρηθεί το αίσθημα της κάποιας υπερηφάνειας και να περισωθεί το αίσθημα της κάποιας δήθεν υπεροχής. Τα αισθήματα αυτά δε θα ‘πρεπε να καταρρεύσουν. Οι «ελίτ» γνώριζαν πάντοτε, ότι οι συνεχείς υποβιβασμοί και τα ραπίσματα οδηγούν στη μετριότητα μιας αναγκαστικής σεμνότητας και στη δημιουργία μιας σειράς ολόκληρης συμπλεγμάτων κατωτερότητας που μειώνουν τις επιδόσεις.

Καθώς οι αιώνες περνούσαν, οι φουκαράδες του όμορφου αυτού τόπου της ανατολικής Μεσογείου, συνειδητοποιούσαν σιγά σιγά, τη μοίρα τους και τα καλλιεργούμενα συμπλέγματα ανωτερότητας κατέρρεαν, συνήθως, κάτω από τα σύννεφα των άθλιων ραπισμάτων, της υποτέλειας και της υποταγής. Οι «ελίτ» έσπευδαν, βέβαια, πάντοτε, να δικαιολογήσουν τα ρεζιλίκια για να κρατήσουν κάποιο βαθμό υψηλού φρονήματος στον λαό, κύρια όμως για να διατηρήσουν την ηγετική τους θέση και να απομυζήσουν ό,τι οι φουκαράδες αυτοί πετύχαιναν με κόπους, με θυσίες, με δάκρυα και αίμα.

Παιάνες, φιέστες, θεάματα και ψιχία υλικών παροχών, χειραγώγηση, ποδηγέτηση και επικοινωνιακές αηδίες των δήθεν «πεφωτισμένων ελίτ», όλα αυτά τόσο εύπεπτα, όσο και ηλίθια, τροφοδοτούσαν αποτελεσματικά τους φουκαράδες με ελπίδες, για χρόνια, για αιώνες πολλούς, έως και σήμερα. Τους έπαιρναν πάντα τον πενιχρό πλούτο τους και πάντα τους έλεγαν το πόσο λεβέντες, φιλότιμοι και υπερήφανοι φουκαράδες είναι.

Η κλοπή του πλούτου τους βαφτιζόταν συνήθως θυσία, θυσία μάλιστα δια νόμου, πράγμα που καταντούσε γελοίο, καθώς η θυσία μετατρεπόταν έτσι σε καταναγκασμό, χάνοντας και το πλέον στοιχειώδες περιεχόμενό της. Κι αφού ο πλούτος κλεβόταν κι ο όρος θυσία θυσιαζόταν στο βωμό των πλέον ελεεινών σκοπιμοτήτων των ολιγαρχικών «ελίτ», τότε έμπαινε σε λειτουργία ο πανούργος λόγος, η προπαγάνδα και ο επικοινωνιακός καταναγκασμός. Είστε άξιοι απόγονοι λαμπρών αρχαίων προγόνων, τους έλεγαν. Η λεβεντιά, η ωριμότητα και η φιλοτιμία σας είναι οι πραγματικές αρετές σας! Ενωμένοι όλοι μαζί, πάνω στο ίδιο καράβι (!), βαδίζουμε σε μέλλον λαμπρό, επανεκκινούμε το πεπρωμένο μας, βαδίζουμε με αυτοπεποίθηση στους αιώνες που ακολουθούν!

Κι ενώ αυτοί επείθοντο, υπό την πίεση των λόγων των ισχυρών και τις αναγκαιότητες της επιβίωσης, αλλά και της ελλειμματικής γνώσης και πληροφόρησης, αντιλαμβάνονταν ξαφνικά και εκ νέου τις αβάσταχτες καρπαζιές. Συνήθιζαν μάλιστα, σταδιακά, σ’ αυτές. Έβλεπαν ξαφνικά και εκ νέου το πόσο ανύπαρκτη ήταν τελικά, τόσο η εθνική τους κυριαρχία, όσο και η εθνική τους αξιοπρέπεια. Συχνά αμφέβαλαν ακόμη και γι’ αυτή την εθνική τους ταυτότητα. Ήταν πράγματι απόγονοι τόσο ενδόξων, μεγάλων και σημαντικών προγόνων; Δυσκολεύονταν να πιστέψουν και οι ίδιοι το πώς μετά από τόσες απανωτές σκλαβιές και υποτέλειες κατάφερναν να υπάρχουν ακόμη.

Οι πνευματικές «ελίτ», όμως, δεν αδρανούσαν. Συνήθως δεν αδρανούν ποτέ, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν καθίστανται υπηρέτριες της εξουσίας καιροσκοπώντας για λόγους ευνόητους. Έτσι, όχι πάντοτε υστερόβουλα, όμως σίγουρα μάταια τους τραγουδούσαν : «…Λίγο ακόμη να σηκωθούμε, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα…».

Οι φουκαράδες ξεκινούσαν πάλι κάτι λίγα να δημιουργούν, για να διαπιστώσουν σε λίγο και πάλι, την απαξιωτική καρπαζιά της υποταγής να ξαναπέφτει ανηλεώς, οδηγώντας τους σε παντός είδους πονηριές και επινοήσεις, χάριν της επιβίωσης και της ποθητής απόλαυσης του αγαθού της ζωής. «Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή είναι γλυκιά» έλεγε η συσσωρευμένη από τα παθήματα σοφία τους. Και δωσ’ του οι γιορτές και δωσ’ του οι φιέστες και οι αναβιώσεις των παραδόσεων και δωσ’ του τα «…πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι…» και να οι παιάνες και τα εμβατήρια «…Σκέπασε μάνα, σκέπασε γαλανομάτα κόρη…» και σύννεφο οι παρόλες και οι παρελάσεις και οι σημαιοστολισμοί!

Δίπλα σ’ αυτά, μια ατελείωτη και ανυπόφορη παρακμή, μια αριστοτεχνικά νομιμοποιημένη υποδούλωση στα συμφέροντα, μια συνεχής εθνική υποτέλεια συνοδευόμενη από υποκρισία, μια αλλοτρίωση ψυχών και πνευμάτων, τέλος ατέλειωτες περίοδοι εθνικής μειοδοσίας.

Οι φουκαράδες έχαναν κάθε τόσο το μπούσουλα μέσα στο δαίδαλο των αλληλοσυγκρουόμενων και αντιφατικών επιχειρημάτων. Τους ζάλιζαν και τους ζαλίζουν τα πανταχόθεν ερχόμενα χτυπήματα. Χτυπήματα παντός είδους και εκπληκτικής ποικιλίας.

Και οι ολιγαρχικές «ελίτ», που τάχα τους εκπροσωπούσαν, δεχόντουσαν απτόητες το φτύσιμο των επικυρίαρχων, το ωραιοποιούσαν και θεωρώντας το απλώς «βροχή», έσπευδαν να συνεχίσουν το παιχνίδι τους, για να ανυψώσουν το φρόνημα. «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία» κραύγαζαν μετά περισσής μανίας, δίχως πίστη αληθινή διαθέτοντας, αλλά και δίχως στην ελευθερία της πατρίδας αληθινά να πιστεύουν. Ήταν, συνήθως, πεπεισμένες για το κακό το ριζικό της εξάρτησης, τόσο της δικιάς τους, όσο και των φουκαράδων τους, που περίτεχνα γαλουχούσαν και εκμεταλλεύονταν.

Συντάγματα έφτιαχναν στα μέτρα τους, με διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος προστάτευαν τα οπίσθιά τους, κοινοβούλια χειραγωγούσαν με τη μέθοδο της κομματικής πειθαρχίας, νόμους ψήφιζαν κατά το δοκούν και για το συμφέρον τους, το οποίο και επροβάλετο ως λογικό και αδιαμφισβήτητο συμφέρον του έθνους. Για ανθρώπινα δικαιώματα μίλαγαν, ακόμη και κατά τις δικτατορίες που επέβαλαν για να «σώσουν το έθνος από τη σήψη», μεθόδευαν παντός είδους εξαρτήσεις, ενώ απείρου κάλους και εφευρετικότητας φορολογίες επέβαλαν για τη βελτίωση των «βασικών» οικονομικών μεγεθών και για την αξιοπιστία των φουκαράδων στο εξωτερικό.

Αυτά τα «βασικά» οικονομικά μεγέθη, σύμφυτα με τους δημοσιονομικούς και μακροοικονομικούς δείκτες, βασάνισαν σκληρά κατά καιρούς τους ανθρώπους της καθημερινότητας του τόπου αυτού. Η περίφημη «εθνική προσπάθεια» για τη βελτίωσή τους, στοίχισε, πάντοτε, υψηλά και ανυπόφορα ποσοστά ανεργίας, στοίχισε απαράδεκτες εργασιακές σχέσεις και δημιουργία καταστάσεων στην αγορά εργασίας ενθυμίζουσες εργασιακό μεσαίωνα, στοίχισε υποβάθμιση των κοινωνικών και δημοσίων αγαθών, όπως η παιδεία και η υγεία, και βέβαια εισοδηματικές συρρικνώσεις που οδήγησαν σε αβάσταχτες μορφές οπισθοδρόμησης το επίπεδο ζωής και την ποιότητα διαβίωσης του λαού. Η δε περίφημη «εθνική επιδίωξη» αποκατάστασης της αξιοπιστίας στο εξωτερικό, δε στόχευε βέβαια, πουθενά αλλού, πέρα από την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της άρχουσας πολιτικής και οικονομικής τάξης του τόπου, ουδεμία σχέση έχουσα με την αξιοπιστία των φουκαράδων αυτών καθαυτών, στην πλάτη των οποίων αποκαθίστατο κατά το σύνηθες, η αξιοπιστία των ισχυρών. Όλα μάλιστα, τα παραπάνω λαμπρά επιτεύγματά πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο ενός πελατειακού κράτους που τροφοδοτούσε από παλιά το λαό μ' ένα αίσθημα ανασφάλειας, έλλειψης εμπιστοσύνης και διάχυτου καιροσκοπισμού,

Είναι ενδιαφέρον να παραθέσω εδώ ένα απόσπασμα από τα Πολιτικά του Αριστοτέλη που δύο χιλιάδες και πλέον χρόνια μετά διατηρεί ακόμα την επικαιρότητά του. Λέγει, λοιπόν, ο Αριστοτέλης : «…Επιδίωξη της τυραννίας είναι να πτωχεύσουν οι πολίτες, αφενός για να συντηρείται με τα χρήματά τους η φρουρά του καθεστώτος κι αφετέρου για να είναι απασχολημένοι οι πολίτες και να μη τους μένει χρόνος για επιβουλές. Σ’ αυτό το αποτέλεσμα αποβλέπει, τόσο η επιβολή μεγάλων φόρων και η απορρόφηση των περιουσιών των πολιτών, όσο και η κατασκευή μεγάλων έργων που εξαντλούν τα δημόσια οικονομικά…»

Έτσι, δυστυχώς, έφτιαξαν μια μάζα αλλοτριωμένων και πρόσφορων προς εκμετάλλευση ανθρώπων σε όλα τα επίπεδα. Έφτιαξαν ανθρώπους ατομικιστές με έλλειμμα συλλογικής συνείδησης και συνείδησης του κοινού πεπρωμένου. Τους έκαναν καχύποπτους και επιφυλακτικούς εξ ανάγκης, συχνά αντιδραστικούς και απρόβλεπτους, όταν απειλούνταν το συνήθως κακώς εννοούμενο ατομικό τους μικροσυμφέρον. Τους έκαναν αναβλητικούς ραγιάδες και βέβαια μετανάστες, που κάτι από την προσωπικότητά τους, όταν είχαν συνείδηση αυτής, προσπαθούσαν να περισώσουν αλλού, σε ξένους τόπους άλλων φουκαράδων, όπου, όπως πίστευαν, θα έλαμπε το άστρο της ευφυΐας και της δήθεν έμφυτης δημιουργικότητάς τους.

Οι ντόπιες και επικυρίαρχες «ελίτ» του περιπετειώδους αυτού τόπου, κατόρθωσαν, από παλιά μέχρι και σήμερα κάτι επιπλέον αξιοθρήνητο. Ανέδειξαν σε εθνικό σπορ το αυτομαστίγωμα των φουκαράδων. Οι τελευταίοι αυτοί ήταν πάντοτε οι πραγματικοί υπαίτιοι της κακομοιριάς τους! Άλλοτε, γιατί, δήθεν, πρόδιδαν τα όσια και τα ιερά, άλλοτε, γιατί αμάρταιναν και προκαλούσαν τη θεία οργή του υψίστου, άλλοτε, γιατί δεν υπάκουαν και δεν ακολουθούσαν τις σοφές συμβουλές και τις παραινέσεις των «πεφωτισμένων» (!) προυχόντων, άλλοτε, πάλι, γιατί ασπάζονταν ιδεολογίες υλιστικές και πολιτικά επαναστατικές κι άλλοτε, γιατί μαζί, δήθεν, τα τρώγανε με τους κακούς και τους διεφθαρμένους.

Το αυτομαστίγωμα, ως εθνικό σπορ, έπιασε θαυμάσια μεταξύ των φουκαράδων, καθώς αυτοί, υπό το κράτος της ακατάσχετης καρπαζιάς, κατάντησαν και βαθέως μοιρολάτρες, γεμάτοι ενοχές, λυπησιάρηδες, παραπονιάρηδες και βέβαια εξ ανάγκης φιλότιμοι και υποτακτικοί.

Το φιλότιμο πια, έχει αναδειχθεί σε εθνική αρετή, γνωστή σ’ όλο τον κόσμο, επαινούμενο και θαυμαζόμενο, μετά μεγίστης υποκρισίας, από τους εκάστοτε επικυρίαρχους της βασανισμένης αυτής γωνιάς της Γης. Σ' αυτό προστρέχουν συχνά μετά ζήλου, οι «πεφωτισμένοι» προύχοντες, προκειμένου να επιτύχουν ανεμποδίστως τους αξιοθαύμαστους πολιτικούς ή οικονομικούς τους στόχους. Δε διστάζουν ούτε στιγμή και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να επικαλεστούν το περίφημο αυτό φιλότιμο το οποίο και τους προσφέρεται, συνήθως αφειδώς, με αντιπαροχή τα «μπράβο» και τους επαίνους. Βλέπετε, τα «μπράβο» και οι έπαινοι ιδιαίτερα ικανοποιούν τους ανθρώπους. Κύρια όμως ικανοποιούν αυτούς που στερούνται αυτοπεποίθησης, αυτούς που αντιμετωπίζουν ελλείμματα στην αυτοεκτίμησή τους, αυτούς που υφίστανται απαξίωση της προσωπικότητάς τους ή αισθάνονται να θίγεται κατ' επανάληψη η αξιοπρέπειά τους. Όταν τα αισθήματα της αυτοπεποίθησης, της αυτοεκτίμησης και της αυτογνωσίας είναι ελλειμματικά, τότε τα μπράβο και οι έπαινοι αποκτούν μεγάλη αξία, είναι καλοδεχούμενα και το φιλότιμο τίθεται σε λειτουργία χάριν της απόκτησής τους

Κι όταν, κατά περιόδους, οι δυστυχείς υποταγμένοι κακομοίρηδες ανέβαζαν το επίπεδο της ζωής τους, γιατί οι συγκυρίες επέτρεπαν κάτι τέτοιο, τότε ξανάρχιζαν τα ραπίσματα, οι καινούριες ανελέητες καρπαζιές, για να τους επαναφέρουν στον «ίσιο δρόμο» της λιτότητας, της στέρησης και της αναγκαστικής δίαιτας και πάλι, όπως πάντοτε, για το ξέπλυμα της αμαρτίας της καλοπέρασης και για τη σωτηρία της πατρίδας.

Κολλημένοι σε ηλίθιες αντιλήψεις, όπως, μεταξύ άλλων, το περίφημο «δεν πάει το χέρι μου», ψήφιζαν και ψηφίζουν συνήθως παραδοσιακά, «αναντάμ παπαντάμ», όπως συνήθως λέγουν, ανήμποροι όντες να κατανοήσουν τα επικοινωνιακά παιχνίδια και τον πανούργο λόγο των εκάστοτε εξουσιαστικών «ελίτ». Τούτο κάνοντας, θεωρούσαν και θεωρούν τους εαυτούς τους και Δημοκράτες. Είχαν, βλέπετε, την έννοια της Δημοκρατίας ψηλά πάντοτε στη συνείδησή τους, καθώς αυτή στον τόπο τους γεννήθηκε πριν από πολλούς αιώνες. Μόνο που οι πρόγονοί τους, πολύ πριν από τη ρωμαϊκή, την τουρκική, την αγγλική, την αμερικάνικη και τη γερμανική κατάκτηση, κυριαρχία ή επικυριαρχία, καταλάβαιναν πολύ καλύτερα τι σημαίνει η λέξη αυτή. Οι φουκαράδες απόγονοι των μεγάλων προγόνων, την καταλάβαιναν και την καταλαβαίνουν λιγότερο, έχοντας δυστυχώς, τρομερή τρικυμία εν κρανίω και σύγχυση μετά από τις τόσες απανωτές κατοχές, καταπιέσεις, προσβολές, δικτατορίες, εμφυλίους, προδοσίες και μετά τις στρεβλώσεις που σώρευσαν και σωρεύουν στον εγκέφαλό τους οι ξενόφερτες ή ντόπιες προπαγάνδες των πολυποίκιλων κυρίαρχων πολιτικών «ελίτ» ή της εγχώριας - κι όχι πάντοτε ανιδιοτελούς - διανόησης.

Οι φουκαράδες απόγονοι των μεγάλων αρχαίων προγόνων, πίστεψαν κατά καιρούς και πιστεύουν ακόμη σήμερα, ότι είναι πολίτες ελεύθεροι, αγνοώντας ή παρερμηνεύοντας, συνήθως, το τι ακριβώς σημαίνει ελευθερία. Δε τους το δίδαξαν ποτέ, βέβαια, ουσιαστικά και σε βάθος οι προύχοντες. Συνήθως τους ομιλούν για τα όρια της ελευθερίας κι όχι γι’ αυτή καθεαυτή την ελευθερία. Η ελευθερία σας τους λένε, φτάνει ως εκεί που δε θίγεται η ελευθερία των άλλων. Η συσκότιση γύρω από το ουσιαστικό περιεχόμενο της έννοιας αυτής υπήρξε πάντοτε αποτελεσματικότερη, τόσο για τους πεφωτισμένους (!) κυρίαρχους, όσο και για τους άρπαγες επικυρίαρχους. Κι ας μην αυταπατώμεθα αιωνίως. Ο απλός καθορισμός των ορίων της ελευθερίας και η απουσία ουσιαστικής ανάλυσης του περιεχομένου του όρου ελευθερία, θέτει εύκολα σε λειτουργία τον γνωστό, όσο και δυσνόητο για το λαό, κοινωνικό αυτοματισμό. Πίσω απ’ αυτόν κρύβονται εύκολα οι εκάστοτε επιδιώξεις των κυρίαρχων και ηγετικών πολιτικών και οικονομικών «ελίτ», αλλά και ο έλεγχος δια της μεταφοράς των συγκρούσεων στο επίπεδο της κοινωνίας.

Για τους φουκαράδες της καθημερινότητας και της βιοπάλης, ελευθερία σήμαινε περισσότερο η ανεμπόδιστη πρόσβαση στο καφενείο, στην λαϊκή αγορά και στο market (!), η δίχως εμπόδια βόλτα στην πλατεία, η δυνατότητα συμμετοχής στα «μπάνια του λαού», η μη απαγόρευση της ερωτικής περιπέτειας ή της γενετήσιας λειτουργίας, η εξασφάλιση του ήσυχου νυχτερινού ύπνου κ.α. και λιγότερο ο ανεμπόδιστος αυτοπροσδιορισμός, η κατάκτηση της αυτογνωσίας, η δυνατότητα της ανεπηρέαστης διαχείρισης της τύχης τους, η δυνατότητα αντίστασης στον καταναγκασμό και η ανεπηρέαστη επιδίωξη κατάκτησης της αλήθειας. Η αλλοιωμένη σύλληψη της έννοιας της ελευθερίας οδηγούσε και οδηγεί πάντοτε στο συμβιβασμό και στην άμβλυνση των συνειδήσεων. Και είναι ακριβώς στο σημείο αυτό που χάθηκε ουσιαστικά και το ουσιαστικό περιεχόμενο της ελευθερίας.

Οδηγήθηκαν, δυστυχώς, στο να θεωρούν φυσιολογικές κάποιες εκφράσεις, όπως τα συνήθως ακουόμενα : «Έτσι είναι τα πράγματα, τι να κάνουμε!» ή «Εμείς τώρα θ’ αλλάξουμε τον κόσμο!» ή το γνωστό και υποτιμητικό για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια «Σκάσε και κολύμπα!». Οδηγήθηκαν στον πλέον απίθανο «ωχ-αδερφισμό», εκφέροντας μάλιστα τις παραπάνω εκφράσεις με τη βεβαιότητα ότι αυτές αποτελούν το απαύγασμα της συσσωρευμένης εμπειρικής τους σοφίας. Δια του τρόπου αυτού όμως, επιλέγοντας ουσιαστικά τη σιωπή, συναινούν στη υποδούλωση και υποτάσσονται οικειοθελώς στους καταναγκασμούς των «ελίτ».

Δίπλα σ’ αυτά υπάρχει αναμφίβολα και ο «φόβος που φυλάει τα έρημα». Ο φόβος, όπως και τα διλήμματα χρησιμοποιήθηκαν, βλέπετε, από ανέκαθεν, ως εργαλεία χειραγώγησης των φουκαράδων. Το φόβο του θανάτου, όπως και την απειλή για τα χειρότερα, δύσκολα τον αποβάλλουν οι άνθρωποι.

Και δίπλα στο φόβο, η απροκάλυπτη βία. Φόβητρο μέγα αυτή! Ξυλοδαρμοί, βασανιστήρια, σωματικός και ψυχικός πόνος, καταστολή, τάξη και διαχείριση του όχλου αποτέλεσαν αντικείμενα επιστημονικής μελέτης των κυριάρχων «ελίτ». Οι φουκαράδες είχαν, κατά καιρούς, το δικαίωμα να διαδηλώσουν και να διαμαρτυρηθούν. Κι όταν αυτό επιχειρούσαν, μη δυνάμενοι να υποφέρουν περισσότερο την καταπίεση και την αδικία, τότε, συχνά πυκνά, έπιπτε ράβδος. Ράβδος και χτυπήματα ανελέητα και προς παραδειγματισμό, με στόχο τον περιορισμό και την άμβλυνση του δικαιώματος του διαμαρτύρεσθαι.

Συχνά, εγκάθετοι ανεγκέφαλοι αδαείς ή εξ επαγγέλματος προβοκάτορες, πρόσφεραν δια των πράξεών τους το έναυσμα για την άσκηση επίσημης εξουσιαστικής βίας. Το ίδιο πετύχαιναν και άλλοι θερμοκέφαλοι, αυθόρμητα ή οργανωμένα ενεργούντες, που πίστευαν και πιστεύουν ακόμη, ότι δια της καταστροφής αντικειμένων δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, θα ανέτρεπαν ή θα ανατρέψουν τις κυρίαρχες κατεστημένες «ελίτ». Οι εκρήξεις βίας των πολυποίκιλων φουκαράδων αντιμετωπίστηκαν με τη σιδηρόφρακτη βία της κατεστημένης εξουσίας που σπάνια στην ιστορία απέτυχε στο «θεάρεστο» έργο της καταστολής. Μετά το αδυσώπητο ξύλο, τις συλλήψεις και τις ασύλληπτης αγριότητας καρπαζιές και κλοτσοπατινάδες εκ μέρους των πραιτοριανών, έσκυβαν εκ νέου τον τράχηλο, μερικές φορές μάλιστα ικανοποιημένοι από την συνήθως άσκοπη και αναποτελεσματική, αλλά τουλάχιστον εκδηλωθείσα αποκάλυψη του θυμού τους.

Είναι δε, αξιοπρόσεκτο το γεγονός, ότι οι κυρίαρχες ηγετικές «ελίτ», μελετημένα και συστηματικά επιχείρησαν, μέσα στο πέρασμα του χρόνου, να διοχετεύσουν την συσσωρευμένη οργή των φουκαράδων και να την εκτονώσουν σε κανάλια σύγκρουσης αριστοτεχνικά δημιουργούμενων φανατισμών που σχετίστηκαν με ανταγωνιστικά αγωνίσματα, με θεάματα στις αρένες, με αντιπαραθέσεις στα γήπεδα και στα υπέρλαμπρα τουρνουά, όπου αναδεικνύονταν κατασκευασμένα ινδάλματα και stars, αποπροσανατολίζοντας το υποτελές πλήθος από τα ζωτικά και βασανιστικά του προβλήματα. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα, το πλήθος των προς εκτόνωση οπαδών δεν ασχολείται μόνο με τους stars αυτούς καθαυτούς, αλλά και με τις ερωμένες αυτών, μοντέλων συνήθως της γυναικείας ομορφιάς ή στελεχών χαριτωμένων της «show biz» (!). Κραυγάζοντες, λιποθυμούντες, αλληλοϋβριζόμενοι και αλληλοσπαρασσώμενοι οι οπαδοί φουκαράδες, συνεχίζουν να αλλοτριώνονται μετά πάθους και απίστευτης ελαφρότητας!

Αλλά και η συμβολική βία χρησιμοποιήθηκε παράλληλα με την πραγματική. Χρησιμοποιήθηκε κι αυτή χάριν της χειραγώγησης, του επηρεασμού και της τιθάσευσης των ανθρώπων που καταπιεζόμενοι πόθησαν ή σκέφτηκαν στιγμιαίως την ανατροπή.

Σκεφτείτε, αλήθεια, προς στιγμή, τα αισθήματα της αποστροφής, της αηδίας και της αγανάκτησης που πλημμυρίζουν την ψυχή των φουκαράδων στη θέα του απεχθούς και βάρβαρου αποκεφαλισμού ανθρώπων αντιφρονούντων, εκεί στα πεδία των μαχών του θρησκευτικού φανατισμού και του απέραντου μίσους, εκεί στα πεδία των μαχών των τζιχαντιστών και του «ιερού» τους πολέμου! Οι καρέ-καρέ παρουσιαζόμενες εικόνες της σφαγής στις οθόνες της τηλεόρασης λειτουργούν και ως εργαλείο συμβολικής βίας, καθώς τα αισθήματα της αποστροφής και του φόβου για τα συμβαίνοντα στη γειτονική Μέση Ανατολή, οδηγούν τους φουκαράδες στο να κλείνονται όλο και περισσότερο στο καβούκι τους σιωπώντες και απευχόμενοι τα χειρότερα που, εμμέσως πλην σαφώς, τους υπενθυμίζεται, ότι μπορούν να συμβούν οπουδήποτε σε περίπτωση που τα πράγματα ξεφύγουν από τον έλεγχο των ισχυρών και των κυρίαρχων.

Οι αγριότητες του σύγχρονου κόσμου και του απώτερου παρελθόντος αναδεικνύουν τη χρησιμότητα που η συμβολική βία προσφέρει στους ισχυρούς οι οποίοι με ικανοποίηση διαπιστώνουν συνήθως την υποχώρηση των αντιστάσεων του λαού. Η συμβολική, μάλιστα, βία δε στοχεύει μόνο στη χειραγώγηση και στη διατήρηση της κυρίαρχης τάξης πολιτικών πραγμάτων. Στοχεύει, συστηματικά και στον επηρεασμό της οικονομικής και καταναλωτικής συμπεριφοράς των φουκαράδων.

Γιατί με συμβολισμούς τους βομβάρδισαν οι ανά τους καιρούς επικοινωνιολόγοι. Γιατί με συμβολισμούς τους βομβάρδισαν οι κυρίαρχες «ελίτ» που επιθυμούσαν τον πόλεμο και τη θυσία των αδυνάτων προς εξυπηρέτηση των οικονομικών στόχων τους και το αυγάτισμα του πλούτου τους. Γιατί με συμβολισμούς τους βομβαρδίζουν σήμερα οι ανεκδιήγητοι αυτοί επαγγελματίες της διαφήμισης και του marketing, που για την αύξηση των πωλήσεων και την αύξηση του κέρδους των ισχυρών ενδιαφέρονται. Γιατί, βέβαια, συμβολική βία εμπεριέχει το διαφημιστικό μήνυμα ενός αυτοκινήτου, ή ενός κινητού τηλεφώνου, ή και μιας οδοντόπαστας, όταν καλλιεργεί το αίσθημα του prestige, της δήθεν κοινωνικής καταξίωσης και ανόδου ή της ικανοποίησης ενδόμυχων πόθων του φουκαρά που πείθεται τελικά, ότι δια της αγοράς καθίσταται «in», σημαντικός ή και ιδιαίτερα ελκυστικός δια το έτερο φύλλο.

Είναι δε τραγελαφικό να βλέπει κανείς σε περιόδους ύφεσης, λιτότητας και αφαίμαξης του εισοδήματος των φουκαράδων, να διαφημίζονται κάθε λίγα λεπτά της ώρας στην τηλεόραση, εμπορεύματα εξωθούντα στην κατανάλωση, όπως πχ αυτοκίνητα, σαλόνια, πολυτελείς διακοπές, καλλυντικά, ηλεκτρικές συσκευές και κινητά τηλέφωνα ακατανόητων για πολλούς αυτοματισμών και την επομένη αμέσως ακολουθούσα στιγμή να διαφημίζονται ενεχυροδανειστήρια, στα οποία μπορεί ο κάθε κακομοίρης να εναποθέσει τα κοσμήματα ή τα χρυσά του δόντια για λίγα χρήματα που θα του επιτρέψουν να διατραφεί!

Οι φουκαράδες είναι είδος προς εκμετάλλευση, παρά τα συνήθως διαφημιστικά υποστηριζόμενα. Η απλή παρακολούθηση σύγχρονων διαφημιστικών μηνυμάτων γεμίζει τη ψυχή του αδαούς με αισθήματα συγκίνησης για τα επιχειρηματικά θηρία ή μεγαθήρια που όλη μέρα με ουδέν έτερο ασχολούνται, πέρα από την ασφάλεια, την υγεία και την ευτυχία του! Γεμίζει, όμως, και με μελαγχολικά μειδιάματα τα πρόσωπα των σκεπτόμενων ανθρώπων, οι οποίοι αντιλαμβάνονται επαρκώς το ψευδεπίγραφο παιχνίδι της προσφερόμενης εικονικής ευτυχίας.

Οι ηγεμονικές «ελίτ» γνώριζαν και γνωρίζουν καλά το παιχνίδι της εξουσίας. Οι φουκαράδες, όχι μόνο δε το γνώριζαν, όχι μόνο λίγο το γνωρίζουν, αλλά και δεν επιθυμούν να το γνωρίζουν ως φαίνεται, καθώς η γνώση κουράζει και είναι και επικίνδυνη. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, γιατί αυτοί θα κατακτήσουν κάποτε τη βασιλεία των ουρανών και γιατί μέχρι τότε θα ‘χουν και την ησυχία τους, με λίγη τύχη!

Κι όταν τα προβλήματα συσσωρευτούν και προκύψουν απειλητικά λόγω της απληστίας και της αρπακτικότητας των κυριάρχων, τότε εμφανίζεται και πάλι, λαμπρός και ανελέητος, ο πανούργος λόγος.

Οι θυσίες των φουκαράδων παρουσιάζονται, ως συνήθως, επιβεβλημένες. Αυτοί αναλαμβάνουν, άλλωστε, το μεγαλύτερο βάρος της υπερπήδησης των εμποδίων, από αρχαιοτάτων χρόνων έως και σήμερα. Αυτοί καλούνται να θυσιάσουν τα παιδία τους στον πόλεμο, για τη σωτηρία της πατρίδας από τον εισβολέα. Αυτοί καλούνται να στείλουν παρθένες στον Μινώταυρο, θυσιάζοντάς τες, για τη σωτηρία της πατρίδας. Αυτοί καλούνται να πολεμήσουν και να πεθάνουν στο βωμό της εξυπηρέτησης των μεγάλων συμφερόντων. Αυτοί καλούνται να θυσιάσουν το πενιχρό τους εισόδημα, επωμιζόμενοι υπέρογκα φορολογικά βάρη, πάντα για τη σωτηρία της πατρίδας. Αυτοί καλούνται να στηρίξουν το τραπεζικό σύστημα, αναλαμβάνοντας το βάρος της ανακεφαλαιοποίησής του, για το καλό του έθνους. Αυτοί καλούνται να υποστούν , στα δύσκολα, τη λιτότητα, την ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό, τη μετανάστευση και την ταπείνωση.

Όπως είπα και στη αρχή, οι θυσίες σπάνια είναι οικειοθελείς. Επιβάλλονται από τους κυρίαρχους δια νόμου, που όταν κάποιος τον αρνηθεί, αρνηθεί δηλαδή την καταναγκαστική θυσία η οποία συχνότατα θα μπορούσε να μετονομαστεί σε καταναγκαστική ληστεία, τότε αυτός τιμωρείται παραδειγματικά, προκειμένου οι υπόλοιποι φουκαράδες να εμπεδώσουν το ότι η θυσία απαιτείται και επιβάλλεται, χάνοντας ακριβώς με τον τρόπο αυτό το νόημα του περιεχομένου της.

Όμως, ο πανούργος λόγος δε σταματά εδώ. Συνεχίζει το υποκριτικό του έργο. Όταν οι θυσίες επιβληθούν και οι φουκαράδες υποκύψουν, τότε αρχίζει η φαρσοκωμωδία της ωραιοποίησης του συμβάντος. Οι κυρίαρχοι και οι επικυρίαρχοι προύχοντες, μαζί τους και οι επικυρίαρχοι παγκόσμιοι οργανισμοί τους, οι αξιολογητές και οι αγράμματοι ή οι ελλιπούς ακαδημαϊκής παιδείας αναπτυξιολόγοι τους, οι τραπεζίτες και οι όμιλοι των συμφερόντων τους, όλοι μαζί, αρχίζουν να αποδίδουν τα εύσημα στους αναγκαστικά θυσιασθέντες φουκαράδες. Εκθειάζουν κι αναβαθμίζουν, κολακεύουν και επαινούν τους θυσιαζόμενους, οι ίδιοι ουδέν έχοντες θυσιάσει.

Με τις θυσίες του λαού αποφεύχθηκαν τα χειρότερα, διατυμπανίζουν υποκριτικά! Αφήνουμε πίσω την κρίση, την ύφεση και τις κακές μέρες, κραυγάζουν μετά ζήλου για να γίνουν πειστικοί! Φως στο τούνελ, αναφωνούν αδημόνως! Αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη κι επιτέλους χάρη στην ωριμότητα και στις συγκινητικές σας θυσίες, βαδίζουμε μπροστά φουκαράδες, αναμασούν μετά πάθους αδιαλείπτως! Οι θυσίες σας δε θα πάνε χαμένες! Τελειώσαμε με το ατελείωτο δημοσιονομικό ξύλο που φάγαμε και τώρα θα έχουμε μόνο διαρθρωτικές αλλαγές, δηλώνουν με τόνο εφησυχαστικό! Εμπρός της γης οι κολασμένοι, επιχειρείστε, καινοτομήστε, εργαστείτε και πάλι σκληρά για το μέλλον, για τα παιδιά σας, για τα νέα πλεονάσματα που… αργότερα, ευκαιρίας δοθείσης, θα ξαναρπάξουμε, καλώντας σε νέες θυσίες! Και βέβαια συστηματικά αποφεύγουν να διατυμπανίσουν εντίμως, ότι δια των καταναγκαστικών θυσιών των θυσιαζόμενων, σώθηκαν τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα κι ίσως ν’ αυγάτισε κιόλας ο πλούτος τους.

Στον τόπο των επικυριαρχούμενων φουκαράδων, στις δύσκολες ώρες των πικρών αληθειών, τα πάντα πωλούνταν πάντα μισοτιμής. Συνήθως, τούτο εκλαμβάνονταν και εξακολουθεί να εκλαμβάνεται σήμερα, ως η μεγίστη ευκαιρία επενδύσεων για τους ξένους ολιγάρχες. Κι όταν αυτοί συνωθούνταν για ν’ αδράξουν την ευκαιρία, διαθέτοντας μάλιστα και ειδικούς εγκαθέτους των συμφερόντων τους που τους πληροφορούσαν γι' αυτήν, τούτο θεωρούνταν και ένδειξη εμπιστοσύνης, παράλληλα δε, στοιχείο λαμπρό ανάκαμψης και ένδειξη επανεκκίνησης της απολεσθείσας ανάπτυξης.

Οι επικυρίαρχοι ξένοι επενδυτές και κερδοσκόποι, μαζί με τους ντόπιους κατέχοντες, οι εκπρόσωποι ομίλων κεφαλαίων, οι τραπεζίτες, οι σεΐχηδες και οι περίφημες ακόρεστες και αρπακτικές πολυεθνικές, έψαχναν λαίμαργα, από ανέκαθεν να βρουν τους τρόπους του περαιτέρω πλουτισμού τους. Δε τους έφταναν ποτέ αυτά που είχαν! Ήθελαν κι άλλα, γιατί αυτό τους έλεγαν οι κυρίαρχες οικονομικές θεωρίες τους.

Επιθυμούσαν κι επιθυμούν ν’ αποκτήσουν τον έλεγχο του τόπου των φουκαράδων δια της εξαγοράς του δημόσιου και του ιδιωτικού πλούτου που κατά καιρούς συσσωρεύονταν. Ήθελαν και σήμερα θέλουν τα λιμάνια και τα αεροδρόμια, τα μεταλλεύματα και το χρυσό, τα πετρέλαια και τα φυσικά αέρια, τα νερά και τα δίκτυα, τον ηλεκτρισμό, τα ξενοδοχεία και τις τουριστικές περιοχές, τις μνήμες της ιστορίας, ακόμη και τους αιγιαλούς. Όλα τα ήθελαν και τα θέλουν οι αχόρταγοι! Θέλουν να τα αγοράσουν όλα μισοτιμής! Επιθυμούν ν’ αρπάξουν ακόμη και τα σπίτια των φουκαράδων. Κι όλο ποντάρουν στα συμφέροντα των ντόπιων ηγετικών «ελίτ», οι οποίες και κατά κανόνα νομοθετούν καθ’ υπόδειξή τους. Κοιτάξτε, λένε, πόσο μεγάλη εμπιστοσύνη σας έχουμε! Θα σας δανείσουμε κι άλλο για το καλό σας! Οι αγορές σας εμπιστεύονται! Θα σας στείλουμε και τους νόμους που χρειάζεστε και μάλιστα εις την αγγλικήν!

Γνωρίζουν, βέβαια, τ’ αρπακτικά, ότι όποιος ελέγχει τον πλούτο και τα χρέη των λαών, ελέγχει τον κόσμο ολόκληρο. Τι θεσπέσιο όνειρο αλήθεια! Να ελέγχεις τον κόσμο ολόκληρο! Προς τι άραγε; Παράδοξο φαίνεται το ερώτημα. Μα ακόμη πιο παράδοξη, όσο και βαθέως ηλίθια, πρέπει να είναι η απάντησή του.

Οι φουκαράδες συνήθως, βλέπετε, πείθονται. Πληροφορούμενοι ελλιπώς, δεν καταλαβαίνουν καλά τι ακριβώς γίνεται, τι ακριβώς διακυβεύεται. Είναι, συνήθως, ζαλισμένοι από τα ραπίσματα. Καταντούν αδιάφοροι, ανεκτικοί και κατά το σύνηθες, σιωπούν, όντες ουσιαστικά ανήμποροι να σηκώσουν κεφάλι. Δεν αντιλαμβάνονται ή δεν θέλουν να αντιληφθούν την κατάκτηση που υφίστανται σήμερα, την κατοχή που και πάλι βιώνουν, την υπονόμευση της ελευθερίας τους, έστω κι όπως επιδερμικά πλέον την εννοούν. Οι καταστάσεις τώρα, είναι πολύπλοκες, το σκηνικό γκρίζο και αμφιλεγόμενο κι ο πανούργος λόγος όσο ποτέ άλλοτε ισχυρός.

Η Νέα Τάξη Πραγμάτων θόλωσε το τοπίο! Οι απειλές δεν είναι ξεκάθαρες και εμφανείς, όπως άλλοτε. Ο τόπος τους πωλείται και τούτο γίνεται σιωπηλά αποδεκτό, καθώς αυτό το δικαιολογεί η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η κυρίαρχη «Μοναδική Σκέψη». Δεν ανησυχούν ιδιαίτερα για το ότι σταδιακά χάνουν και τα τελευταία εργαλεία τους, που θα αποτελούσαν ελπίδα στην προσπάθεια δημιουργίας ενός καλύτερου κοινού μέλλοντος. Παγκοσμιοποίηση σου λένε έχουμε! Αυτό είναι το νέο ρεαλιστικό πλαίσιο και μέσα σ’ αυτό θα κινηθούμε! Κι ούτε καν διερωτώνται για το αν ποτέ και κατά πόσο ρωτήθηκαν για την παγκοσμιοποίηση αυτή.

Πειθόμενοι ή αδιαφορούντες, πληροφορημένοι ή απληροφόρητοι, κατανοούντες ή μη κατανοούντες την πραγματικότητα, αντιλαμβανόμενοι ή μη αντιλαμβανόμενοι την κατάκτηση και την ξένη επικυριαρχία, οι φουκαράδες έχουν τη δική τους ευθύνη απέναντι στα τεκταινόμενα. Εμποτισμένοι με το αίσθημα του ατομικισμού και έχοντας ουσιαστικά απαρνηθεί το αγαθό της συλλογικότητας, έστω και υπό την πίεση όλων των παραπάνω αναφερθέντων, ευθύνονται για την αποδοχή ενός παράδοξου βολέματος που καταλήγει στην πλήρη αδιαφορία για οτιδήποτε θίγει τα συμφέροντα της κοινωνίας, αρκεί βέβαια, να μη θίγει καίρια και ενοχλητικά τα προσωπικά τους συμφέροντα.

Έτσι, από παλιά, έως και σήμερα, το έργο αυτό παίζεται σε επαναλήψεις. Το πλαίσιο μόνο αλλάζει, λόγω της διαδοχής των καιρών και της διαφοροποίησης των δεδομένων.

Η ζωή συνεχίζεται μέσα σε κλίμα εντεινόμενων ελέγχων και αυστηρών επιτηρήσεων. Οι έλεγχοι, μάλιστα και οι επιτηρήσεις αγγίζουν πλέον τα όρια του «Μεγάλου Αδερφού». Παρακολουθήσεις κι επιτηρήσεις παντού, έλεγχος απόλυτος, κάμερες και στις τουαλέτες, έλεγχος και του διαδικτύου, του μεγάλου αυτού εργαλείου της παγκοσμιοποίησης, έλεγχος και παρακολούθηση των κινητών και των σταθερών τηλεφώνων, των δικτύων, των δρόμων και των ατραπών, των βουνών και των λαγκαδιών κι αυτής ακόμα της προσωπικής ζωής των ανθρώπων.

Αλλά και οι κυρίαρχοι και οι επικυρίαρχοι αλλοληλοπαρακολουθούνται επίσης αμοιβαίως, με μεθόδους άκρως επιστημονικές και με δορυφορικές παγανιές, που είναι αδύνατον να γίνουν κατανοητές απ’ το μυαλό των απλών ανθρώπων, αλλά κι απ’ αυτό ακόμη των κυριάρχων. «Προσοχή!», φωνάζουν με δέος φουκαράδες και προύχοντες. Οι επικυρίαρχοι παρακολουθούν τα πάντα δια της υψηλής τεχνολογίας που διαθέτουν! Γνωρίζουν ακόμα και τι χρώμα βρακί φοράμε! Παρακολουθούν ακόμη και τους πρωθυπουργούς! Και συνεχίζουν αλλόφρονες να συμμετέχουν στο εξαίρετο αυτό παιχνίδι της υποταγής.

Προ των αδιεξόδων και των συγχύσεων, οι φουκαράδες οδηγούνται, συχνά, στην αυτοκτονία. Οι αυτοκτονίες κατά κανόνα αποσιωπώνται. Αποδίδονται σε ψυχικές ανισορροπίες ή σε παθολογικά αίτια. Αποφεύγεται, μετά προσοχής και κατά το δυνατό, η οποιαδήποτε ερμηνεία που βασίζεται στα οικονομικά αδιέξοδα της καθημερινότητας που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν λόγω της αρπακτικής μανίας των ολιγαρχών ή και του πνευματικού κομφούζιου στο οποίο περιπίπτουν, παγιδευμένοι μεταξύ των φόβων, των διλημμάτων, των λαϊκισμών, των ανακολουθιών και της αθέτησης των υποσχέσεων.

Τα τελευταία 50-60 χρόνια, κύρια δε μετά την επιβολή της παγκοσμιοποίησης του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου από τις κυρίαρχες «ελίτ», οι φουκαράδες υπέστησαν την ανελέητη πλύση του εγκεφάλου τους, που άγγιξε τα όρια της λοβοτομής, μέσω της αποτελεσματικότατης τεχνολογίας των επικοινωνιακών μέσων μαζικής ενημέρωσης ή μαζικής αποβλάκωσης, όπως συνηθίζουν να τα αποκαλούν πλέον ουκ ολίγοι. Η επαναστατική τεχνολογία της επικοινωνίας επισκίασε κάθε άλλη τεχνολογία πειθούς.

Η πολιτική πειθούς, η προπαγάνδα των απίστευτης ποιότητας (!) ιδιωτικών καναλιών της τηλεόρασης και των απίθανης (!) πειστικότητας διαμορφωτών της κοινής γνώμης, ο πανούργος λόγος των ηγετικών «ελίτ», ο αποπροσανατολισμός και τα ψευτοδιλήμματα, μπήκαν στο σπίτι του κάθε φουκαρά. Το νέο αυτό όπλο μαζικής υποδούλωσης υπήρξε καταλυτικό. Κάρφωσε τους φουκαράδες στον καναπέ. Άμβλυνε τις συνειδήσεις και εξουδετέρωσε την εναπομείνασα κριτική σκέψη. Τους ανάγκασε ακόμη και να μη συνομιλούν, αλλά ακόμη και να μη τεκνοποιούν αρκούντως, τους έκανε απλούς καταναλωτές θεάματος, πραγμάτων και αξιοθρήνητων κατά κανόνα ιδεών και συμπεριφορών, τους αλλοίωσε τη γλώσσα (το διάλειμμα βαφτίστηκε break, το μαγείρεμα ονομάστηκε cooking, το διαδίκτυο ονομάστηκε internet, η υπεραγορά έγινε super market και τόσα άλλα ων ουκ έστι αριθμός) και άμβλυνε τα συναισθήματά τους. Γενικώς τους ομοιομορφοποίησε, κατά το δυνατόν, μεταβάλλοντάς τους σ’ έναν παράδοξο χυλό, άλλοτε αραιότερο κι άλλοτε πιο πηκτό, ιδιαιτέρως, όμως, εύπεπτο για τις κυρίαρχες ηγετικές «ελίτ».

Τους συνήθισε να παρακολουθούν, μετά μανίας, τη ζωή και τις ερωτικές περιπέτειες των ακριβοπληρωμένων δήθεν αστέρων (stars), των ολιγαρχών και των εναπομεινάντων βασιλιάδων.

Τους έκανε να αδημονούν για την έκβαση της εγκυμοσύνης των, συχνά τερατώδους αδυναμίας, μανεκέν ή της τάδε πριγκίπισσας, που μετά πάθους ηράσθη τον πρίγκιπα, αναμένουσα πλέον τον καρπό του έρωτα τους.

Τους άλλαξε τα φώτα στο ποδόσφαιρο, στον αξιοθαύμαστα αναλυτικό προβληματισμό και στη βασανιστική παρουσίαση «καρέ – καρέ» (!) του, γι’ άλλους ανακουφιστικού και γι’ άλλους καταραμένου «γκολ».

Τους βομβάρδισε με ονειρεμένες σκηνές sex, αλλά και φρικιαστικές εικόνες θανάτου και εγκλημάτων, τις οποίες δε θα ‘πρεπε, τάχα, να βλέπουν τα παιδιά, λόγω του αντιπαιδαγωγικού περιεχομένου τους.

Τους πότισαν με ακραία παθητικότητα απέναντι στο αντιαισθητικό και βάρβαρο θέαμα της καταστροφής του πολέμου, που κι αυτό παρουσιάζεται πάντα «καρέ – καρέ» (!), με παλλόμενη, από την αγωνία, τη φωνή του διατεταγμένου παρουσιαστή.

Τους σαγήνευσαν με μαγειρικές συνταγές, όπου τα ζαρζαβατικά, τα μακαρόνια και τα χοιρινά, λουσμένα στα παρθένα λάδια και στα φρέσκα βούτυρα, φαντάζουν ως παραδείσια εδέσματα, συνοδευόμενα από τα μουγκρητά ηδονής και γευστικής απόλαυσης των μαγείρων που τώρα πλέον ονομάζονταιi «chefs».

Και τους παραμύθιασε δια της αντιαισθητικής, αλλά πάντως υψηλής τεχνολογικής ποιότητας παρουσίασης, απελπιστικά ηλίθιων υπερανθρώπων, πρακτόρων ανίκητων υπηρεσιών και ενθέρμων υποστηρικτών του «καλού», που πηδούν με αυταπάρνηση από κτίριο σε κτίριο, πάντα αλώβητοι , που σκοτώνουν στη ψύχρα τους εχθρούς, που γλυτώνουν από τις φοβερότερες εκρήξεις και πάντα νικώντας, στο τέλος εξανθρωπίζονται μέσα από τα αισθήματα του έρωτα και τα δάκρυα ευχαριστίας των αδυνάτων.

Τέλος, ανέπτυξε την αισθητική (!) των παιδιών με απίθανης αγριότητας εκπομπές τερατωδών κατασκευασμάτων, συνήθως απείρου αντιαισθητικότητας ρομπότ, που βγάζουν φωτιές απ’ τα ρουθούνια τους και δια πυραύλων μετακινούνται αστραπιαίως.

«Τι δουλειά κάνετε;» ρωτούν τους νεαρούς ή τις νεαρές οι περίφημοι επαγγελματίες του «reportage» ή οι ακόμη πιο περίφημοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Και κείνοι, αν δεν είναι άνεργοι απαντούν : «Δουλεύω ως ιδιωτικός υπάλληλος». Και σπεύδουν να συμπληρώσουν με στόμφο ηλιθίως: «Σε μεγάλη πολυεθνική εταιρία!». Φουκαράδες που ντρέπονται ακόμη και να σκεφτούν το πόσες ώρες δουλεύουν ημερησίως, κάτω από ποιες συνθήκες, με ποια προοπτική και με τι απαράδεκτο, συνήθως κι εξευτελιστικό μισθό. Έρμαια της ανάγκης, βιώνουν την αλλοτρίωσης σ’ όλο της το μεγαλείο.

Οι άνθρωποι του τόπου αυτού, για αιώνες πολλούς δεν σήκωσαν εύκολα το κεφάλι. Επιβίωσαν με σκαμπανεβάσματα, άλλοτε ραγιάδες κι άλλοτε κλέφτες και αρματολοί, άλλοτε στρατιώτες κι άλλοτε αντάρτες, άλλοτε θύματα του καταναλωτισμού, εξωθούμενα προς αυτόν κι άλλοτε, στα δύσκολα, δέκτες του μηνύματος «Τα καλύτερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα». Επιβίωσαν μέσα σε ατέλειωτες αντιφάσεις.

Οι φουκαράδες, όμως, του τόπου αυτού του μελτεμιού και του πελάγους, δεν είναι μόνοι. Εκατομμύρια φουκαράδες συμπάσχουν μαζί τους αλλού, σε άλλους τόπους του μοναδικού αυτού πλανήτη της σχετικής γνώσης και της απόλυτης βίας.


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;